γναθμός

γναθμός
γναθμός: jaw, cheek; for Od. 20.347, see ἀλλότριος.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γναθμός — γναθμός, ο (Α) σαγόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παράλληλο τ. του γνάθος* και απαντά στην ποίηση. Ανάγεται σε IE *gon∂dh < *ĝenu «πιγούνι» + επίθημα μος, πιθ. αναλογικά προς τα λαιμός, βρεχμός, οφθαλμός] …   Dictionary of Greek

  • γναθμός — jaw masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναθμοῖο — γναθμός jaw masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναθμοῖς — γναθμός jaw masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναθμοῖσι — γναθμός jaw masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναθμοῖσιν — γναθμός jaw masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναθμοί — γναθμός jaw masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναθμοῦ — γναθμός jaw masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναθμούς — γναθμός jaw masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναθμῶ — γναθμός jaw masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναθμῶν — γναθμός jaw masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”